ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΙΣ ΜΟΥΣΕΣ
Πολυτέκνου Θεάς, ω Μνημοσύνης θρέμματα πτερωτά, χαραί του ανθρώπου, και των μακάρων Ολυμπίων αείμνηστα κ' ευτυχή δώρα· επί τα νώτα ακάμαντα των ζεφύρων, πετάξατε ταχέως. Εσάς προσμένει η γη μου· εκεί τα σφάγια, και τ' άνθη εκεί πλουτίζουσι, και η σμύρνα, χιλίους ναούς· τους έκτισαν ανίκητα της ιεράς Ελευθερίας τα χέρια. Ήλθεν η ποθητή ώρα· στολίζουσι την κεφαλήν σεβάσμιον της Ελλάδος η δάφναι, φύλλα αμάραντα θριάμβων· και σεις χρυσά, σεις αμβροσίοδμα ρόδα του παραδείσου ελικωνίου, συμπλέξατε σήμερον τον αγνόν στέφανον· μόνη, αμάργαρος, ολόγυμνος, αυτάγγελτος, το καθαρόν του ουρανού αναβαίνει η Αρετή· αλλ' αν η Πιερίδες την λαμπράν της χαρίσωσιν ακτίνα, αφθόνητος τιμάται· επαινουμένη τους επιγείους χορούς τότε δεν φεύγει. ΕΙΣ ΜΟΥΣΑΣ [α'-γ'] Χαίρετε, ω κόραι, χαίρετε φωναί οπού τα δείπνα των Ολυμπίων πλουτίζετε με χορών ευφροσύνας κ' εύρυθμον μέλος. [ε'-ζ'] Ούτω υπό τους δακτύλους σας η ελικώνιος λύρα τρέμει, και τ' άνθη αμάραντα της αρετής γεμίζουσι πάσαν καρδίαν. [θ'-ιβ'] Τώρα, ναι τώρα αστράψατε, ω Μούσαι, τώρα αρπάξατε την πτερωτήν βροντήν, κατά σκοπόν βαρέσατε μ' εύστοχον χείρα. Φυλάξατε τους ύμνους δια τους δικαίους· μόνον εις αυτούς την ειρήνην, και τους χρυσούς στεφάνους εις αυτούς δότε. [ιε'-κς'] Ήλθετε, ω Μούσαι, ακούω, και χαίρουσα πετάει, πετά η ψυχή μου, ακούω των λυρών τα προοίμια, ακούω τους ύμνους. |